- ἀσθενείας
- ἀσθενείᾱς , ἀσθένειαwant of strengthfem acc plἀσθενείᾱς , ἀσθένειαwant of strengthfem gen sg (attic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή … Dictionary of Greek
Έιτζ — (AIDS, αγγλ. αρκτικόλεξο των λέξεων Acquired Immune Deficiency Syndrome). Η διεθνής ονομασία που επικράτησε για το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας, λοιμώδη νόσο που προκαλείται από τον ιό HIV (HIV 1HIV 2), ο οποίος προσβάλλει τα… … Dictionary of Greek
немощь — НЕМОЩ|Ь (272), И с. 1.Бессилие, слабость, немощь: придеть бо старость съ немощью. (μετὰ ἀσϑενείας) Изб 1076, 240; не имыи ѹ себе ничьсоже. развѣ одежа ти мало хлѣба. немощи дѣлѧ телесьны˫а. ЖФП XII, 31а; ови ѹбо или старости ради. или немощи ради … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
υπερθυρεοειδισμός — (Ιατρ.). Ονομάζεται και «εξώφθαλμη βρογχοκήλη» ή «διάχυτη τοξική βροχγοκήλη» και οφείλεται σε μια υπερέκκριση ορμονών του θυρεοειδούς που είναι μερικά τοξικές. Η έναρξη της ασθένειας είναι ύπουλη. Τα αρχικά συμπτώματα αντιπροσωπεύονται γενικά από … Dictionary of Greek
επιτροπεία — Η ανάθεση σε ένα ορισμένο πρόσωπο (επίτροπο) της επιμέλειας του προσώπου και της περιουσίας ατόμων, τα οποία, λόγω ανηλικότητας, αναπηρίας ή ανικανότητας, δεν είναι σε θέση να επιμεληθούν τις υποθέσεις τους. Σε ε. υποβάλλονται οι αχειράφετοι… … Dictionary of Greek
πλευρίτιδα — Η φλεγμονή του υπεζωκότα, ο οποίος αποτελεί ένα είδος σάκου που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της θωρακικής κοιλότητας και, καθώς αναδιπλώνεται, την εξωτερική επιφάνεια των πνευμόνων. Ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα σχηματίζεται κλειστή… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
νευρική ανορεξία — Παθολογική κατάσταση, που –οδηγώντας κυριολεκτικά σε λιμοκτονία– μπορεί να καταλήξει σε θάνατο. Είναι μια διαταραχή ψυχολογική, κατά την οποία το άτομο που υποφέρει πιστεύει ότι είναι υπέρβαρο, παρά το γεγονός ότι είναι επικίνδυνα αδύνατο. Το… … Dictionary of Greek